παντοτ(ε)ινός

παντοτ(ε)ινός
η , ό[ν]
1) вечный;

παντοτ(ε)ινή φιλία — вечная дружба;

2) постоянный, всегдашний

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παντοτ(ε)ινός" в других словарях:

  • προτινός — ή, ό, Ν 1. προγενέστερος, παλαιότερος, προηγούμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προτινά αυτά που έγιναν παλαιότερα, τα περασμένα, τα παλιά («να θυμηθούμε τα προτινά μας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προτού + κατάλ. ινός* (πρβλ. αλλοτ ινός, παντοτ ινός)] …   Dictionary of Greek

  • μηδαμινός — ή, ό (Μ μηδαμινός, ή, όν) ανάξιος λόγου, ευτελής, ποταπός, τιποτένιος («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμού + κατάλ. ινός (πρβλ. παντοτ ινός] …   Dictionary of Greek

  • σημερινός — ή, ό / σημερινός, ή, όν, ΝΜΑ, και σημερνός, ή, ό, Ν αυτός που υπάρχει ή γίνεται σήμερα (α. «η σημερινή βροχή» β. «η σημερινή απόφαση» γ. «οι σημερινές εφημερίδες») νεοελλ. τωρινός, σύγχρονος (α. «τα σημερινά προβλήματα β. «τα σημερινά σχολεία»).… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»